Τι θα 'θελες να τους πω;
Το κοριτσάκι που κάθεται δακρυσμένο, επειδή την ταλαιπωρούν μεγάλες στεναχώριες, οι μεγάλες διασκεδάζουν, δεν την παίζουν, δεν τη θέλουν στην παρέα τους, κι αυτή μένει μόνη. Μία είναι αρχηγός, με τις ευνούμενές της, η κακομοίρα είναι πολύ μικρή, στο κουτσό υπάρχουν προνομιούχοι, στο νηπιαγωγείο όπως και στα ξενυχτάδικα. Αλλά δεν πρέπει να κλαίει, τα πράγματα θα πάνε καλύτερα ...
Τι θάθελες να της πω; Την αλήθεια και μόνον την αλήθεια και όλη την αλήθεια; Θάθελες να της πω ότι τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα; Το χειρότερο, το πιο άδικο, δεν το ξέρει λόγω ηλικίας, αλλά κι η ίδια της κάποια μέρα θα κλείσει την πόρτα της όταν με την σειρά της θα είναι η πιο δυνατή ...
Κι εκείνο το αγόρι που κάθεται στη γωνιά, δεκαπεντάχρονο, με το πρόσωπο κρυμμένο στις παλάμες του, ο πρώτος έρωτας, η πρώτη στεναχώρια, όπως τα σαμπουάν τα δύο σ'ένα. Προσπαθεί να πει πως δεν πειράζει, να το παίξει άντρας, να κάνει τον γενναίο, ακόμη κι αν ξέρει πως εκείνη βρίσκεται στην αγκαλιά κάποιου άλλου, του ραγίζει η καρδιά, του σφίγγεται η κοιλιά ... Αλλά δεν πρέπει να κλαίει, τα πράγματα θα πάνε καλύτερα ...
Τι θάθελες να του πω; Την αλήθεια και μόνον την αλήθεια και όλη την αλήθεια; Θάθελες να του πω ότι τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα; Ότι δεν είναι το τελευταίο δάκρυ, ότι το μάθημα δεν θα το μάθει ποτέ, αλλά μπορεί άραγε να τον παρηγορήσει, το γεγονός ότι κάποια μέρα κι αυτός θα κάνει τις βαλίτσες του και θα αναχωρήσει;
Κι αυτή η γυναίκα που συγκρατεί τα αναφυλλητά της, ο καφές χύνεται στην κουζίνα, το αφεντικό της δεν ήταν υπερήφανος, πρέπει να μειώσει το προσωπικό, αστείο καθεστώς. Κολλαριστό πουκάμισο, αιτήσεις κατάρτισης, καλά τακτοποιημένοι φάκελλοι, συστατικές επιστολές, με μια κίνηση παραμερίζει λυπημένη και οργισμένη τα δελτία μισθοδοσίας, τις αιτήσεις για τις θέσεις της δοκιμαστικής υπαλλήλου.
Τί θάθελες να της πω; Αφού το ήξερε ήδη, το ήξερε καλύτερα από μένα, ότι τα πράγματα δεν πρόκειται να φτιάξουν ποτέ, αντίθετα πάντα θα χειροτερεύουν.
Κι εκείνος ο γέρος από την Αλγερία, που αναπολεί με λύπη μέρα-νύχτα την πατρίδα του το Μαγκρέμπ, που μόλις τον ανέχονται σήμερα, και πρέπει να πούμε ότι είναι ήδη τριάντα χρόνια εδώ. Ότι δεν θα αποκτήσει ποτέ δικό του σπίτι, ότι μένει στο δωμάτιο της υπηρέτριας, στη χώρα του Βολταίρου, στην πατρίδα των φώτων και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αυτός στον οποίο αρνήθηκαν επίσημη άδεια παραμονής, που φεύγει χωρίς να μας πει αντίο, χωρίς να μας ευχαριστήσει για το δωρεάν εισητήριο με πτήση τσάρτερ που του δίνουμε για να γυρίσει στη μιζέρια της χώρας του. Θα ανακουφιστεί σίγουρα να μάθει και δεν πρέπει με κανένα τρόπο να ξεχάσει ότι έχουμε χαράξει τη λέξη Αδελφοσύνη πάνω από την κεντρική είσοδο των Δημαρχείων μας.
Κι ο άλλος, ο φυλακισμένος σε ένα κελί για έξη πρέπει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία γιατί σε λίγο θα γίνουν δέκα. Κι ο δυστυχισμένος που κοιμάται στον εξαερισμό του μετρό, δεν τον ενδιαφέρει να μάθει ότι τραγουδάω γι΄αυτόν όχι όσο θάπρεπε δυνατά και πολύ φάλτσα.
Τι θάθελες να μου πούνε;