Ως φοιτητής αποφάσισα να κάνω για πρώτη φορά τουρισμό. Κάποιοι φίλοι με κάλεσαν στα Χανιά. Σε μια επίσκεψη στο σπίτι κάποιων φίλων, την πόρτα άνοιξε μια ομορφιά. Μαθήτρια ακόμη. Ξυπόλητη. Λίγο συνεσταλμένη μπροστά στους ξένους. Η μάνα της είχε φτιάξει κολοκυθοκορφάδες γεμιστές. Το σπίτι μύριζε όμορφα και το τραπέζι ήταν στρωμένο με κεντητό τραπεζομάντιλο. Μου ’μεινε μια εικόνα ωραία, χαλαρωτική, εικόνα λιμανιού ήσυχου και φιλικού.
Λίγους μήνες αργότερα, στο σπίτι κάποιων φίλων την ξανασυνάντησα. Είχε έλθει για σπουδές στη Αθήνα. Ανταλλάξαμε λίγες κουβέντες. Τυπικές. Το πανεπιστήμιο. Τα μαθήματα. Ύστερα την συναντούσα περιοδικά σε διάφορες συναντήσεις φίλων και σε θρησκευτικές ομιλίες και συναθροίσεις. Ήταν τότε η «θρησκευτική» μου περίοδος.
Σιγά-σιγά η εικόνα της με συνόδευε όλο και περισσότερο. Τη σκεπτόμουν με την κοτσίδα της, το χαμόγελό της, τη κρητική της προφορά. Αλλά πως να της το πω; Φοβόμουν. Έτρεμα. Πέρασαν μήνες, χρόνια. Οι σπουδές μου τελείωσαν. Έπιασα δουλειά. Δημοσιογράφος. Κι εκείνη τελείωσε τις σπουδές της. Ξαναγύρισε στα Χανιά. Γύριζε αργά και που για να δίνει κάποια μαθήματα που δεν είχε περάσει. Ώσπου ...Ώσπου με κάλεσαν οι φίλοι μας για γεύμα. Ήταν κι εκείνη. Το κύριο πιάτο ήταν σαλιγκάρια κρητικά. Προσπαθήστε να βγάλετε το σαλιγκάρι από το καβούκι του ενώ τα χέρια σας τρέμουν και θέλετε να φανείτε αδιάφορος. Προσπαθήστε να φανείτε εύχαρις ενώ είστε κλεισμένος στο καβούκι σας. Τα κατάφερα βέβαια αλλά αποφάσισα να της μιλήσω πιο σοβαρά.
Της πρότεινα να την συνοδέψω στο καράβι και δέχτηκε. Περνώντας από το σπίτι σταμάτησα το ταξί κι έκοψα ένα διπλό άσπρο τριαντάφυλλο που είχε ανοίξει εκείνο το πρωί. Της το έδωσα λέγοντας της ότι σήμαινε πολλά για μένα. Άρχιζε να μου λέει διάφορα για τις υποχρεώσεις που είχε, για το ότι δεν ήθελε σχέσεις και δεσμεύσεις. Τα είπαμε λίγο και στο λιμάνι. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, απλώς ότι ενώ τα λόγια της δεν με ενεθάρρυναν, η γλώσσα του σώματος μου έστελνε διαφορετικό μήνυμα. Της αγόρασα και τα ΕΠΙΚΑΙΡΑ στα οποία έγραφα τότε.
Την άλλη μέρα το πρωί την πήρα τηλέφωνο να δω πως ταξίδεψε. Μιλήσαμε αλλά δεν θυμάμαι τι είπαμε. Ξαναμιλήσαμε το βράδυ. Κάποια στιγμή, δεν ξέρω πως (αργότερα μου είπε πως της άρεσε η φωνή μου), ο πάγος έσπασε. Κατέβηκα με το αεροπλάνο στην Κρήτη. Πήγαμε βόλτα αγκαζέ. Φιληθήκαμε.
Είκοσι έξη χρόνια αργότερα, έχουμε τέσσερα παιδιά, έχουμε περάσει καταιγίδες και μπονάτσες, έχουμε διαφωνήσει αλλά και συμφωνήσει σε πολλά, την έχω και με έχει εκνευρίσει, αλλά … Αλλά είμαστε πάντα ερωτευμένοι όπως εκείνο τον πρώτο καιρό. Είναι ο μυστικοσύμβουλός μου, λίγο ψυχαναλύτρια, λίγο υποκατάστατο μητέρας, λίγο αρκουδάκι που μια το χαϊδεύουμε και μια το παιδεύουμε. Αλλά δεν μπορούμε να φανταστούμε τον ένα χωρίς τον άλλο.
Υ.Γ. Το άσπρο τριαντάφυλλο δεν είναι σε κάποιο κάδρο. Το έριξε νευριασμένα στα βρώμικα νερά του λιμανιού. But who cares!
Δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο του Νίκου Δήμου στο άρθρο με τίτλο Η πρώτη σας γνωριμία.
26 Αυγούστου 2006
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)