Kάθε ηλικιωμένος κρύβει μέσα του ένα παλικάρι που γνώρισε όμορφες και δύσκολες στιγμές και που αξίζει τον σεβασμό μας και την αγάπη μας
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Χανιώτικα Νέα στις 3 Οκτωβρίου 2017 στη στήλη Προστασία του Πολίτη και Καθημερινότητα-304)
Όταν ένας γεράκος αναχώρησε για την αιώνια κατοικία του σε ένα γηροκομείο της Αυστραλίας, όλοι νόμιζαν ότι δεν είχε αφήσει τίποτα πίσω του. Όμως, οι νοσοκόμες ανασκαλεύοντας τα φτωχικά του υπάρχοντα βρήκαν ένα ποίημα για την γεροντική ηλικία. Ο Γεροπαράξενος (Cranky Old Man – της Phyllis McCormack, επιμέλεια από τον Dave Griffith) δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο και έκτοτε το ποίημα του γεροντάκου έχει γίνει παγκόσμια γνωστό.
Νάτο σε μια πρόχειρη μετάφραση:
Νοσοκόμες, νοσοκόμοι, τί κοιτάζετε λοιπόν;
Και τί σκέφτεστε σαν δείτε τον γεροπαράξενο;
«Αχ ρε γέρο ξεδοντιάρη, πού κοιτάς; Ξεκούτιανες!
Τις παλιές συνήθειές σου όλες απαρνήθηκες …»
Το μισό φαΐ το χύνω και δεν αποκρίνομαι,
κι όλο μου φωνάζετε «Γέρο μου τελείωνε!»
Γέρος που ’ναι αφηρημένος και αλλού ταξίδια κάνει,
κι όλο χάνει κάποιο ρούχο, πότε κάλτσα ή στιβάνι.
Τώρα μπάνιο, τώρα ύπνο, ένα γεύμα κι ένα δείπνο,
και τη μέρα του γεμίζει κάνοντας ό,τι του ειπούν.
Μα τι σκέφτεστε σαν δείτε τον γεροπαράξενο;
Ε, λοιπόν κοιτάξτε πάλι να σας πω τι κρύβει αυτό
το ρυτιδιασμένο σώμα και το βλέμμα το σβηστό.
Κι όπως υπομένω αγόγγυστα να με πιλατεύετε,
τώρα θέλω οι νοσοκόμες ακίνητες να με υπομένετε.
Χτες νομίζω ότι ήμουν εντεκάχρονο αγόρι,
με γονείς αγαπημένους, με αδέλφια κι αδελφές!
Έφηβος πετιέμαι τώρα με φτερά στο κάθε πόδι,
κι η καρδιά μου σπίθες βγάζει σαν περνούν οι κοπελιές!
Είκοσι χρονών γαμπρός με καρδιά που πεταρίζει,
η καλή μου τώρα όρκους στο αυτί μου ψιθυρίζει.
Εικοσπέντε είμαι τώρα κι έχουμε ένα παιδάκι,
που θα πρέπει να διδάξω μέσα σ’ όμορφο σπιτάκι.
Έφτασα πια τριαντάρης, τα παιδιά μας μεγαλώνουν
όμορφα, αγαπημένα και για πάντα αδελφωμένα.
Στα σαράντα πια οι γιοί μου ξεπετάχτηκαν και φύγαν,
και η πρώτη μου η αγάπη μου κρατάει συντροφιά.
Στα πενήντα γύρω-γύρω τριγυρίζουν τα εγγόνια,
των παιδιών μας τα παιδάκια, τα διπλοαγαπημένα.
Ήλθαν τώρα μαύρες μέρες, έχασα τη σύζυγό μου
και φοβάμαι ν’ ατενίσω τα δεινά του μέλλοντος μου!
Τα παιδιά φροντίζουν τώρα τα δικά τους τα εγγόνια,
κι εγώ γέρος πια θυμούμαι περασμένα μεγαλεία!
Δυστυχώς η φύση είναι, αχ αμείλικτη στους γέρους,
και ανόητους τους κάνει και ξεκούτηδες γελοίους.
Καταρρέει το σαρκίο, σφρίγος, χάρη πια πετάξαν,
στης καλής καρδιάς τη θέση σκληρή πέτρα μου φυτεύσαν!
Αλλά μέσ’ σ’ αυτόν το γέρο ένα παλικάρι πάντα κρύβεται,
και η πέτρινη καρδιά του που και που στα δάκρυα πνίγεται!
Παλιές χαρές αναπολεί, και λύπες αναθυμάται,
πόνοι, αγάπες, συμφορές ξανάρχονται, περνάνε!
Πώς περάσανε τα χρόνια, αστραπή ήταν και πάνε,
η ζωή δεν είναι αιώνια, όλοι προς τον τάφο πάμε!
Τα μάτια ανοίξτε όλοι σας ανθρώποι και κοιτάξτε
αντί γεροπαράξενο όλοι θα δείτε ΕΜΕΝΑ,
έναν απλό συνάνθρωπο που έζησε καλά!
Θυμηθείτε αυτό το ποίημα όταν διασταυρωθείτε με κάποιον ηλικιωμένο. Έχει περάσει πολλά στη ζωή του. Λύπες και χαρές. Παρόλο που στα νιάτα του ήταν παλικάρι, σήμερα έχει ιδιαίτερες ανάγκες (βλ. ΧΝ 19/9/2012). Στο σπίτι και στο δρόμο. Ανάγκες για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα υγείας αλλά και ανάγκες ψυχολογικής υποστήριξης. Κυρίως όμως, μη λησμονείτε ότι μια μέρα θα βρίσκεστε κι εσείς στην θέση του …
ΥΓ. Αν και το ποιήμα όπως κυκλοφορεί είναι διασκευή παλαιότερου ποιήματος του αμερικάνου ποιητή David L. Griffith από το Τέξας, η ιστορία σχετικά με την εύρεση του ποιήματος στα υπάρχοντα ενός γεράκου είναι κάπως ωραιοποιημένη και δεν ανταποκρίνεται ακριβώς στην αλήθεια ...
03 Οκτωβρίου 2017
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)