(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Χανιώτικα Νέα στις 14 Ιουλίου 2015 στη στήλη Προστασία του Πολίτη και Καθημερινότητα-207)
Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1963, ήταν διπλωμάτης καριέρας. Μικρασιάτης, από το 1927 που διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών μέχρι το 1962 που συνταξιοδοτήθηκε, έζησε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, την εξόριστη κυβέρνηση στην Αίγυπτο και την ταραγμένη μεταπολεμική περίοδο του εμφυλίου.
Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών έφεραν στη σκέψη μου δυο ποιήματα του Σεφέρη. Το πρώτο, Τα τριζόνια το έγραψε τον Γενάρη του 1942 στην Πραιτόρια της Νότιας Αφρικής, όπου υπηρετούσε στην εκεί ελληνική πρεσβεία.
Το σπίτι γέμισε τριζόνια
χτυπούν σαν άρρυθμα ρολόγια
λαχανιασμένα. Και τα χρόνια
που ζούμε σαν αυτά χτυπούν
καθώς οι δίκαιοι σιωπούν
σα να μην είχαν τί να πουν.
Κάποτε τ’ άκουσα στο Πήλιο
να σκάβουνε γοργά ένα σπήλαιο
μέσα στη νύχτα. Αλλά το φύλλο
της μοίρας τώρα το γυρίσαμε
και μας γνωρίσατε και σας γνωρίσαμε
από τους υπερβόρειους ίσαμε
τους νέγρους του ισημερινού
που έχουνε σώμα χωρίς νου
και που φωνάζουν σαν πονούν.
Κι εγώ πονώ κι εσείς πονείτε
μα δε φωνάζουμε και μήτε
καν ψιθυρίζουμε, γιατί
η μηχανή είναι βιαστική
στη φρίκη και στην καταφρόνια
στο θάνατο και στη ζωή,
το σπίτι γέμισε τριζόνια.
Το δεύτερο ποίημα του Σεφέρη, με τίτλο Θεατρίνοι Μ.Α. (δηλαδή Μέσης Ανατολής) γράφτηκε τον Αύγουστο του 1943 όταν υπηρετούσε στο Κάιρο ως Γενικός Διευθυντής Τύπου Μέσης Ανατολής της εξόριστης Ελληνικής Κυβέρνησης.
Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε
στήνουμε θέατρα και σκηνικά,
όμως η μοίρα μας πάντα νικά
και τα σαρώνει και μας σαρώνει
και τους θεατρίνους και το θεατρώνη
υποβολέα και μουσικούς
στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.
Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες, αισθήματα, πέπλα, στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές
κι επιφωνήματα και χαραυγές
ριγμένα ανάκατα μαζί μ’ εμάς
(πες μου πού πάμε; πες μου πού πας;)
πάνω απ’ το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα
σαν τις λουρίδες ονάγρου ή ζέβρα
γυμνά κι ανάερα, στεγνά στην κάψα
(πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν;)
και τεντωμένα σαν τις χορδές
μιας λύρας που ολοένα βουίζει. Δες
και την καρδιά μας· ένα σφουγγάρι,
στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι
πίνοντας το αίμα και τη χολή
και του τετράρχη και του ληστή.
(© Άννα Λόντου, Εκδ. Ίκαρος. Από τις ιστοσελίδες του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας).