(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Χανιώτικα Νέα στις 13 Οκτωβρίου 2020 στη στήλη Προστασία του Πολίτη και Καθημερινότητα-440)
Κάθε Κυριακή πρωί διαβάζω το άρθρο που ανεβάζει ο φίλος Νίκος Δήμου στο ιστολόγιό του doncat.blogspot.com. Αυτή την Κυριακή έθιξε το θέμα της διδασκαλίας των αρχαίων αναφέροντας πως αμφιβάλει «αν ένας απόφοιτος της Φιλοσοφικής οποιουδήποτε Ελληνικού όχι βέβαια Λυκείου, αλλά ακόμα και ΑΕΙ, θα ήταν σε θέση να μιλήσει στα Αρχαία ή να γράψει δύο σελίδες πρωτότυπο κείμενο, χωρίς λάθη.
Αλλά ακόμα και αν βρισκόταν ένας τέτοιος φωστήρας – και πάλι τα αρχαία θα του ήταν παγκοσμίως άχρηστα. Γιατί στην Ελλάδα επιμένουμε να προφέρουμε τα αρχαία κείμενα με νεοελληνική προφορά, ενώ όλη η οικουμένη χρησιμοποιεί την "Ερασμιακή". Άρα, πλήρης αδυναμία προφορικής συνεννόησης. Δηλαδή, στο μόνο πράγμα που θα μπορούσε (και θα έπρεπε) η παιδεία μας να υπερέχει, υστερεί τραγικά. Οι "Παίδες Ελλήνων ίτε!" δεν μαθαίνουν σωστά αρχαία!»
Το άρθρο αυτό μου θύμισε μερικές παλιές εμπειρίες.
Ο ελληνοτραφής Βέλγος παιδίατρος. Πριν μερικά χρόνια όταν ζούσαμε στις Βρυξέλλες πηγαίναμε τα παιδιά σε έναν παιδίατρο, που ήταν και διευθυντής στο παιδιατρικό τμήμα του Νοσοκομείου St. Jean, στο κέντρο των Βρυξελλών. Την πρώτη φορά που τον επισκεφθήκαμε, τον ρωτήσαμε αν μπορούσαμε να δώσουμε στον γριπιασμένο γιο μας λίγο μέλι για τον λαιμό. «Δεν γνωρίζετε τι έπαθαν οι Μύριοι όταν στην κάθοδό τους προς τη Μαύρη Θάλασσα βρήκαν μια κυψέλη κι άρχισαν να τρώνε μέλι;» μας ρώτησε. Αδαείς εμείς, που είχαμε βέβαια διδαχτεί σχολαστικά την Κύρου Ανάβαση στο Γυμνάσιο, σηκώσαμε τους ώμους. Ο γιατρός πήρε τότε ένα κομμάτι χαρτί κι έγραψε στα Ελληνικά «κάτω διεχώρουν» ή «κατεδιέρρευσαν» (Ξεν. Αν. 4,8,20).
«Στο γυμνάσιο που πήγαινα» μας είπε μετά, στο Λύκειο Saint Michel που διηύθυναν Ιησουίτες καλόγεροι, «έπρεπε στο διάλειμμα να μιλάμε υποχρεωτικά Λατινικά. Απαλλάσσονταν μόνον όσοι μιλούσαν Αρχαία Ελληνικά». Και συμπλήρωσε, «εμείς οι γαλλόφωνοι μπορούμε να καταλάβουμε τη γλώσσα μας σε βάθος μόνον αν διδαχθούμε καλά τα Ελληνικά». Νέοι εμείς τότε δεν δώσαμε σημασία, αλλά σιγά σιγά γίναμε φίλοι. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν είχε πάρει πια σύνταξη, μας εξομολογήθηκε πως «ακόμη και τώρα στα 70 μου, όταν δεν μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ, απαγγέλλω τους πρώτους 100 στίχους της Ιλιάδας ! Από το πρωτότυπο φυσικά ...».
Ο Φινλανδός «Θεοδωράκης». Επιστρέφοντας από ένα σεμινάριο στην Φινλανδική Σχολή Πολιτικής Προστασίας αγόρασα έναν δίσκο με κλασσική πατριωτική μουσική του μεγάλου Φινλανδού συνθέτη Γιαν Σιμπέλιους (Jan Sibelius). Ο δίσκος περιείχε και το επαναστατικό τραγούδι που είχαν στα χείλια τους οι Φινλανδοί στα τέλη του 19ου αιώνα όταν ζούσαν κάτω από Ρωσική κατοχή.
Ήταν απόσπασμα από το πολεμικό έπος Δέξιππος που έγραψε ο ποιητής Viktor Rydberg εμπνεόμενος από τα έπη του Σπαρτιάτη ποιητή Τυρταίου. Το ποίημα διηγείται τη μάχη ανάμεσα στους πολιτισμένους Αθηναίους και του Πέρσες στην Αθήνα του 267 π.Χ. Η αναλογία στη σχέση Φιλανδών και Ρώσων ήταν εμφανής.
Με βάση το παραπάνω ποίημα, τον Απρίλιο του 1899 παρουσιάστηκε στο Ελσίνκι το συμφωνικό έργο «Ο Ύμνος των Αθηναίων» (Atenarnes Sång, Op 31 No 3) για ορχήστρα και χορωδία του Sibelius. Λίγους μήνες μετά, κι ενώ η Ρωσική λογοκρισία γινόταν όλο και πιο αυστηρή, το έργο έγινε σύμβολο αντίστασης και παρουσιάστηκε σε πολυάριθμες διασκευές.
Αρκαδία. Η καταγωγή μου είναι από την Αρκαδία και μάλιστα από την Επαρχία Κυνουρίας – τη θρυλική Τσακωνιά. Κάποια στιγμή το 2002 πήρε το μάτι μου σε μια Βελγική εφημερίδα τη λέξη Arcadie. Έτσι αποκαλείται μια πρωτοβουλία για τη δημιουργία ενός χώρου συνάντησης και ελεύθερης έκφρασης σε ένα νοσοκομείο των Βρυξελλών, για τα αδέλφια παιδιών που πάσχουν από βαριές αρρώστιες. Η πρωτοβουλία πήρε το βραβείο «Ανθρώπινη Φροντίδα».
Αρκαδία! Αλήθεια τι ονειρεμένο όνομα! Φέρνει στο νου τον περίφημο και πολυσυζητημένο πίνακα του Νικολά Πουσέν «Οι Αρκάδες βοσκοί» με τρεις βοσκούς και μια κοπέλα γύρω από έναν τάφο με την επιγραφή «Et in Arcadia ego» (Και εν Αρκαδία ειμί). Για τους μορφωμένους του 17ου αιώνα η Αρκαδία συμβόλιζε την βουκολική ποίηση που αναπτύχθηκε παράλληλα με την επική από τους αρχαίους χρόνους.
Κατά την παράδοση οι βοσκοί κι οι βοσκοπούλες στην Αρκαδία ζούσαν μιαν ανέμελη ζωή δίπλα στα κοπάδια τους έχοντας άφθονο χρόνο να παίζουν τις φλογέρες τους και να συνθέτουν ποιήματα. Η Αρκαδία ήταν λοιπόν ένα είδος γλυκιάς ουτοπίας κι ο Πουσέν θέλησε να υποδηλώσει στον πίνακα αυτόν πως ακόμη και σ’ αυτήν την ουτοπία υπάρχει ο θάνατος κι ο πόνος.
Η έρευνα στο διαδίκτυο με τη λέξη «Arcadia» δίνει 128 εκατομμύρια αποτελέσματα! Υπάρχουν Αρκαδίες στις ΗΠΑ, την Αυστραλία, τον Καναδά, την Ουκρανία και αλλού. Σχολεία, οργανισμοί, κινηματογραφικές ταινίες, πίνακες ζωγραφικής, πλοία, ένα κολλέγιο και ένα πανεπιστήμιο φέρουν το όνομα αυτό. Αλλά να μην ξεχνάμε και τον Πουσέν. «Et in Arcadia ego».
Ο φίλος Σταύρος Μεϊμαρίδης μου γράφει σε ηλεκτρονικό μήνυμα:
Εγώ πάντως, όταν ο Βέλγος πιανίστας του γκρουπ μου μου μίλησε για την Ερασμιακή προφορά (διότι μελετούσε τα αρχαία ελληνικά), διάβασα τα ακόλουθα και είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση:
- Δεν είναι ρεαλιστικό να αναμένεται ότι ο σπουδαστής τής Ελληνικής θα προφέρει διαφορετικά λέξεις και γραφήματα που συναντώνται αναλλοίωτα από την κλασική εποχή μέχρι σήμερα. Είναι ουσιαστικά ανέφικτο για λέξεις όπως άνθρωπος, οδός, θάλασσα, καιρός, γη και άλλες, καθώς και τα γραφήματα που περιέχουν, να προφέρονται διαφορετικά όταν συναντώνται σε αρχαίο, ελληνιστικό, μεσαιωνικό ή νεοελληνικό κείμενο.
- Η υστεροβυζαντινή / νεοελληνική προφορά έχει τουλάχιστον χιλιετή ιστορία και, αν παραλείψουμε την τελευταία τροπή (ιωτακισμός τού -υ- [y]), ανάγεται στους ελληνιστικούς χρόνους και διαθέτει, ως εκ τούτου, μακρά παράδοση και χρήση. Οι αντιγραφείς των αρχαίων κειμένων τον Μεσαίωνα δεν προέφεραν διαφορετικά τα κείμενα που φρόντισαν να διασωθούν ώς τις ημέρες μας.
- Η υιοθέτηση της ερασμιακής προφοράς από τους ευρωπαίους λογίους ταίριαζε περισσότερο στα συστήματα των δικών τους γλωσσών και εξυπηρέτησε πρακτικά στην εκμάθηση και γραφή τής Αρχαίας Ελληνικής.
Ο Ιωάννης Σταματάκος, επί πολλά χρόνια καθηγητής τής Αρχαίας Ελληνικής φιλολογίας, συνόψισε ως εξής το ζήτημα:
«Θὰ ἦτο ἑπομένως μωρία ἐκ μέρους μας νὰ δημιουργήσωμεν ἡμεῖς μεγάλας δυσκολίας παραδεχόμενοι τὴν Ἐρασμιακὴν προφοράν, καθ' ἣν στιγμὴν ἀπὸ τῆς ἀρχαιότητος ἤδη εἶχεν ἀρχίσει ἡ ἐξέλιξις τῆς προφορᾶς πρὸς τὴν σημερινὴν πραγματικότητα. Διότι διὰ τοὺς ξένους ἡ Ἐρασμιακὴ προφορὰ δὲν ἀποτελεῖ ἐπανάστασιν, ἢ μᾶλλον ἀνατροπήν, ὑπαρχούσης καταστάσεως. Ἀντιθέτως εἴς τινα σημεῖα συμφωνεῖ πρὸς τὴν προφορὰν τῆς Ἐθνικῆς των γλώσσης, ἐν ᾧ δι' ἡμᾶς τοὺς σημερινοὺς Ἕλληνας τὸ πρᾶγμα εἶναι διάφορον: ἡμεῖς προφέρομεν κατὰ ἕνα τρόπον τοὺς φθόγγους καὶ τὰς λέξεις τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, θὰ ἦτο δὲ πολὺ δύσκολον νὰ συνηθίσωμεν νὰ προφέρωμεν κατὰ διάφορον τρόπον τοὺς ἰδίους φθόγγους (καὶ σχεδὸν τὰς ἰδίας λέξεις), ὅταν εἰδοποιήσωμεν τὸν ἑαυτόν μας ὅτι πρόκειται νὰ ἀναγνώσωμεν ἀρχαῖον κείμενον, δηλ. κατὰ παραγγελίαν, οὐ μόνον δὲ δύσκολον ἀλλὰ καὶ ἄσκοπον, καὶ ἑπομένως ἀνόητον.
Επομένως, μολονότι είναι σκόπιμο να παρέχονται στοιχεία τής αρχαίας προφοράς σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες στις οποίες υπάρχει επαφή με το αρχαίο κείμενο, οι γλωσσολόγοι συμφωνούν ότι δεν εφικτό ούτε λογικό να ζητηθεί η χρήση της (ή της προσεγγίζουσας ερασμικής προφοράς) από τον Έλληνα σπουδαστή ή λόγιο».
Φυσικά υπάρχουν και πάρα πολλές άλλες πηγές που συγκλίνουν με τα ανωτέρω. Π.χ. Η προφορά των Αρχαίων Ελληνικών του φιλόλογου, θεολόγου και εκπαιδευτικού Στυλιανού Αρχοντίδη, το οποίο καταλήγει:
Εν τέλει προφέροντας τα αρχαία ελληνικά με τη σύγχρονη προφορά της Νέας Ελληνικής διευκολύνεται η επιστημονική επικοινωνία με την Ελλάδα. Επιπλέον ανοίγει ο δρόμος για μία καλύτερη προσέγγιση του κειμένου της Καινής Διαθήκης και ερχόμαστε σε πιο άμεση επαφή με τον πλούτο των Βυζαντινών και Νεοελληνικών κειμένων, τα οποία είναι ο άμεσος απόγονος της ελληνιστικής κοινής και της γλώσσας. της Καινής Διαθήκης. Με αυτόν τον τρόπο θα φανεί η πολύ μεγάλη ζωντανή συνέχεια και ενότητα της ελληνικής γλώσσας, της ελληνικής διανόησης, της ελληνικής λογοτεχνίας. Αυτό θα έχει και ως αποτέλεσμα τον εμπλουτισμό των επιστημονικών γνώσεων της Καινής Διαθήκης, τις οποίες στερηθήκαμε τους τελευταίους αιώνες λόγω της εμμονής στην προφορά του Έρασμου (βλ. The Development of Greek and the New Testament: Morphology, Syntax, Phonology, and Textual Transmission, Mohr Siebeck, Tübingen, 2004, σ. 396)