(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Χανιώτικα Νέα στις 9 Σεπτεμβρίου 2014 στη στήλη Προστασία του Πολίτη και Καθημερινότητα-168)
Έχουμε μιλήσει πολλές φορές για την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων από σεισμούς, από πλημμύρες, από πυρκαγιές. Για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κτηρίων. Για την δημιουργία αντιπυρικών ζωνών γύρω από σπίτια σε δασώδεις περιοχές. Για την σημασία των αντιπλημμυρικών έργων με βάση τις ιστορικές πλημμύρες μιας περιοχής. Ο σωστός σχεδιασμός για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης περιλαμβάνει και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας.
Γιατί ανθεκτικά πρέπει να είναι όλα τα συστήματα που μας περιβάλλουν. Τα κτήρια και οι υποδομές ζωτικής σημασίας που χρησιμοποιούμε – όπως το οδικό δίκτυο, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τα συστήματα παραγωγής και τα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας. Οι υπολογιστές και τα δίκτυα τηλεπικοινωνιών στα οποία στηρίζεται η σύγχρονη οικονομία. Οι μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις που δίνουν δουλειά στον κόσμο. Και πάνω απ’ όλα οι άνθρωποι και οι κοινωνίες μας. Που απειλούνται από ατυχήματα και καταστροφές. Που πλήττονται από οικονομικές κρίσεις και ανεργία. Που υποφέρουν από χίλια δυο ανεπάντεχα γεγονότα τα οποία δημιουργούν κατάθλιψη και άγχη.
Όμως εκεί που μερικοί σηκώνουν τα χέρια ψηλά αδυνατώντας να αντιδράσουν, μερικοί βρίσκουν ευκαιρίες. Εκεί που άλλοι σκύβουν το κεφάλι, μερικοί πεισμώνουν και προσπαθούν πιο δυνατά μέχρι να πετύχουν. Κι αυτό ισχύει τόσο για άτομα όσο και για εταιρείες, οργανισμούς ή ακόμη και για ολόκληρους λαούς.
Διάβαζα τις προάλλες ένα άρθρο για τα Σεπτεμβριανά, το πογκρόμ που υπέστησαν από τον εξαγριωμένο όχλο οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στις 6 και 7 Σεπτεμβρίου του 1955 και θυμήθηκα πόσο τα γεγονότα αυτά, αλλά και οι απελάσεις των Ελλήνων της Τουρκίας λίγα χρόνια αργότερα μας σημάδεψαν ως οικογένεια. Συγγενείς και γνωστοί έχασαν τα πάντα μέσα σε μια νύχτα. Οι θείοι μου απελάθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες κι έφτασαν στην Αθήνα μόνο με μια μικρή βαλιτσούλα. Η γιαγιά μου που μας επισκέπτονταν έμεινε αποκλεισμένη και δεν ξαναείδε ποτέ το σπίτι της στην Πρίγκηπο.
Όμως λίγα χρόνια μετά οι κυνηγημένοι Κωνσταντινουπολίτες ξαναέφτιαξαν τη ζωή τους πολύ καλύτερα από ό,τι πρώτα. Συνέβαλαν με τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους στην εθνική οικονομία. Και με τις φιλανθρωπικές και πολιτιστικές τους δράσεις έδειξαν στην πράξη τι σημαίνει ανθεκτικότητα.
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ανθεκτικότητας η γιαγιά μου. Μικρή θυμόταν ότι επευφημούσε με ελληνικές σημαίες τον Βενιζέλο και το θωρηκτό Αβέρωφ στην Πρίγκηπο. Μετά, όταν έμεινε χήρα αναγκάστηκε να θρέψει τα τρία της παιδιά ξενοράβοντας. Έζησε δύο μεγάλες πυρκαγιές στην Πόλη κι έχασε τα πάντα μέσα σε λίγες ώρες. Στα 30 της χτυπήθηκε από διαβήτη κι έκτοτε έκανε μόνη της ινσουλίνη καθημερινά και τηρούσε αυστηρά τη δίαιτά της χωρίς επιτήρηση. Είδε τα παιδιά της, μέχρι τότε καταξιωμένους επιχειρηματίες, να δουλεύουν φτάνοντας στην Ελλάδα σε ευκαιριακές δουλειές. Και να πρέπει να ζήσουν τις οικογένειές τους με το πενιχρό μεροκάματο.
Ευτυχώς, η γιαγιά είχε όλα τα χαρακτηριστικά που σήμερα θεωρούνται τα κύρια συστατικά της ανθεκτικότητας. Κατ’ αρχάς αντιμετώπιζε την πραγματικότητα με αισιοδοξία. Αισιοδοξία που δεν ωραιοποιούσε την δύσκολη πραγματικότητα. Ήξερε ότι όπως οι προηγούμενες γενιές είχαν επιζήσει από χειρότερες καταστροφές έτσι κι αυτή θα επιζούσε. Γιατί είχε θέληση να επιζήσει. Γιατί είχε πάντα μια καλή κουβέντα για όλους. Γιατί γελούσε με την καρδιά της όταν διηγιόνταν παλιές αστείες ιστορίες. Γιατί πίστευε στους ανθρώπους και στη καλοσύνη τους – όπως οι Τούρκοι που την είχαν ειδοποιήσει εγκαίρως για τα επερχόμενα Σεπτεμβριανά.
Η γιαγιά είχε επίσης και το δεύτερο χαρακτηριστικό της ανθεκτικότητας. Η ζωή της είχε νόημα. Πιστή ορθόδοξη είχε εγκαίρως απομακρυνθεί από το ιερατείο. Γέννημα θρέμμα της Πόλης είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά ιερείς, μητροπολίτες, πατριάρχες και τον κόσμο τους. Θεωρούσε σημαντικότερο να προσφέρει δουλειά σε κορίτσια που είχαν ανάγκη, να τους μάθει να ράβουν για να γίνουν οικονομικά ανεξάρτητες, παρά να συχνάζει στις εκκλησίες. Όταν επισκέφθηκα την Πόλη πριν από λίγα χρόνια βρήκα μαθήτριά της που την θυμόταν συγκινημένη με ευγνωμοσύνη.
Η συμβουλή που μας έδινε πάντα ήταν να φροντίσουμε να τρώνε κι άλλοι ψωμί από εμάς, δίνοντας τους δουλειές, μεταφέροντάς τους δεξιότητες, βοηθώντας τους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες της ζωής. Κι όταν, στην Ελλάδα πια, το διαμέρισμά της κατακάηκε από τα καντήλι που είχε μπροστά στα εικονίσματα, αντιμετώπισε το πράγμα στωικά, σχεδόν με χιούμορ. «Το ’ξερα εγώ ότι έπρεπε να τριτώσει το κακό» είπε, αναφερόμενη στις δύο προηγούμενες πυρκαγιές που είχε γνωρίσει στην Πόλη.
Τέλος η γιαγιά αλλά και οι θείοι είχαν το τρίτο χαρακτηριστικό της ανθεκτικότητας. Εφευρετικότητα. Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο στην κουζίνα. Τα παλιά ρούχα με ένα-δυο μικρές μεταποιήσεις γινόταν σαν καινούργια. Οι δύσκολες πελάτισσες έφευγαν πάντα ευχαριστημένες γιατί η γιαγιά εύρισκε λύσεις για όλα τα προβλήματα. Κι όταν το πρόβλημα ήταν στο κεφάλι της πελάτισσας την βοηθούσε να δει τα πράγματα από άλλη σκοπιά και να αποδεχτεί κάτι που μέχρι εκείνη τη στιγμή απέρριπτε.
Οι θείοι επέζησαν των απελάσεων γιατί γρήγορα βρήκαν δουλειές στην Ελλάδα και ξανάφτιαξαν τη ζωή τους. Ήταν πολυπράγμονες τεχνίτες που πάντα θα επισκεύαζαν το χαλασμένο έπιπλο, την ηλεκτρική μικροσυσκευή, το ακινητοποιημένο ποδήλατο. Γιατί έπρεπε να επιζήσουν. Όπως επέζησε ο αδελφός της γιαγιάς από τις κακουχίες της επιστράτευσης που είχαν επιβάλλει οι Τούρκοι σε όλους τους ελληνικής καταγωγής τούρκους υπηκόους με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι επίστρατοι οδηγήθηκαν στα βάθη της Ανατολής όπου πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες. Ο θείος όμως επέζησε γιατί ως ξυλουργός έδωσε λύσεις στο στρατόπεδο και στα σπίτια των αξιωματικών που τον φρόντισαν γιατί δεν ήθελαν να στερηθούν τις υπηρεσίες του …
Μην υποτιμήσετε τη γιαγιά μου! Τα τρία θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ανθεκτικότητας όπως μας τα δίδαξε με το παράδειγμα της, αποτελούν αντικείμενο άρθρων σε αμερικανικά περιοδικά διοίκησης επιχειρήσεων. Και συστήνονται ως απαραίτητη τροφή για σκέψη στην Ελλάδα της κρίσης …