(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Χανιώτικα Νέα στις 23 Ιουνίου 2020 στη στήλη Προστασία του Πολίτη και Καθημερινότητα-426)
Μια ζωή εμφύλιοι. Πώς κατορθώνουμε εμείς οι Έλληνες να διχαζόμαστε με κάθε ευκαιρία; Πελοποννησιακοί πόλεμοι (Αθηναίοι εναντίον Σπαρτιατών). Τέσσερεις ιεροί πόλεμοι. Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων. Πόλεμοι των διαδόχων/επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Εικονομαχία. Βυζαντινοί εμφύλιοι (Παλαιολόγοι εναντίον Καντακουζηνών). Δύο εμφύλιοι κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης (1823-1825). Εθνικός Διχασμός.
Ο τελευταίος μας Εμφύλιος άρχισε ουσιαστικά κατά την διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής και αναζωπυρώθηκε την περίοδο 1946-1949. Ωστόσο, και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις που ακολούθησαν μπορούν να θεωρηθούν ως επεκτάσεις αυτής της εμφύλιας διαμάχης, η οποία μοιάζει να μην έσβησε ποτέ. Την εξέθρεψε η Χούντα (1967-1974) και την εκμεταλλεύτηκαν τα κόμματα από τη Μεταπολίτευση και μετά, μέχρι τις μέρες μας.
Κι ερχόμαστε στο 2020. Όταν αποφασίσαμε να προετοιμαστούμε για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Η Κυβέρνηση διόρισε μιάν επιτροπή να προετοιμάσει τον εορτασμό (Ελλάδα 2021). Κι άρχισαν οι αντιπαραθέσεις. Κάποια άστοχα άρθρα μελών της επιτροπής ξεσήκωσαν θύελλες. Μια διακεκριμένη και δημοφιλής ιστορικός παραιτήθηκε.
Ως αντίδραση, στο διαδίκτυο δημιουργήθηκε η ομάδα «Τιμή στο ’21» προκειμένου (όπως ισχυρίζονται οι δημιουργοί της) «η ελληνική κοινωνία να εορτάσει και να τιμήσει με τον προσήκοντα τρόπο τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821». Κι αυτό γιατί «η αντίστοιχη κρατική Επιτροπή … απέδειξε αδιαμφισβήτητα ότι συγκροτήθηκε για να αποδομήσει τους ήρωες, τους στόχους και τα ιδανικά της Επανάστασης».
Οι κίνδυνοι για την δημοκρατία. Όλα τα παραπάνω θα ήταν απλώς γραφικά αν, σε συνδυασμό και με άλλα σημάδια, δεν γεννούσαν ανησυχίες για το μέλλον της δημοκρατίας μας. Ίσως και για την υπόσταση της ίδιας μας της χώρας αν λάβουμε υπόψη και το τεράστιο δημογραφικό μας πρόβλημα. Αλλά ας δούμε πώς προκύπτει κάτι τέτοιο …
Το 2018 κυκλοφόρησε ένα ενδιαφέρον βιβλίο που συνέγραψαν δυο καθηγητές της επιστήμης της διακυβέρνησης από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Το βιβλίο «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες» των Steven Levitsky και Daniel Ziblatt περιγράφει, πώς σε πολλές σύγχρονες χώρες τις δημοκρατίες σκοτώνουν οι εκλεγμένοι ηγέτες και όχι στρατιωτικά πραξικοπήματα.
Μελετώντας πολυάριθμα παραδείγματα (Βενεζουέλα, Γεωργία, Ουγγαρία, Ρωσία, Ουκρανία, Πολωνία, Τουρκία, Περού, Νικαράγουα, Φιλιππίνες και Σρι Λάνκα) αλλά και τις τελευταίες αμερικανικές εκλογές, οι συγγραφείς καταλήγουν σε έναν κατάλογο με μερικά χαρακτηριστικά των αυταρχικών ηγετών που έχουν πολλές πιθανότητες να εξελιχθούν σε δικτάτορες.
Πρώτον, απορρίπτουν τους κανόνες του «δημοκρατικού παιχνιδιού» ή απλώς δεν τους σέβονται. Έτσι, απορρίπτουν το σύνταγμα ή εκφράζουν πρόθεση παραβίασης του. Αναφέρονται σε «υπερβολές της δημοκρατίας» προτείνοντας αντιδημοκρατικά μέτρα (π.χ. αναβολή εκλογών, αναστολή ορισμένων διατάξεων του συντάγματος, απαγόρευση λειτουργίας φορέων και οργανώσεων ή, τέλος, περιορισμούς στην άσκηση ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων).
Υποστηρίζουν επίσης αντισυνταγματικές λύσεις για την αλλαγή της κυβέρνησης (στρατιωτικά ή άλλα πραξικοπήματα, επαναστατική βία, μαζικές κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις με σκοπό τον εξαναγκασμό της κυβέρνησης σε παραίτηση). Τέλος, προσπαθούν να υποσκάψουν το κύρος και τη νομιμότητα των εκλογών, αρνούμενοι, λόγου χάριν, την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων.
Δεύτερον, αρνούνται να αποδεχτούν τους πολιτικούς τους αντιπάλους ως ισότιμους «παίκτες». Χαρακτηρίζουν τους αντιπάλους τους «ανατρεπτικούς» ή εχθρούς της υφιστάμενης συνταγματικής τάξης πραγμάτων. Ισχυρίζονται ότι οι αντίπαλοί τους απειλούν την εθνική ασφάλεια ή τον τρόπο ζωής των πολιτών.
Ακόμη, χαρακτηρίζουν, αβάσιμα, τους πολιτικούς τους αντιπάλους «υπόλογους στη δικαιοσύνη», οι οποίοι, λόγω των υπαρκτών ή των δυνητικών έκνομων δραστηριοτήτων τους, δεν δικαιούνται να μετέχουν ισότιμα στον πολιτικό στίβο. Τέλος, χαρακτηρίζουν, πάλι αβάσιμα, τους πολιτικούς τους αντιπάλους ως «πράκτορες ξένων δυνάμεων», συνήθως εχθρικών, για λογαριασμό των οποίων υποτίθεται ότι δρουν.
Τρίτον, ανέχονται, ή και ενθαρρύνουν, πράξεις βίας. Σχετίζονται με ένοπλες ομάδες, παραστρατιωτικές οργανώσεις, ομάδες ανταρτών ή «ιδιωτικούς στρατούς» που επιδίδονται σε παράνομες πράξεις βίας. Υποκινούν ή ενθαρρύνουν ομαδικές επιθέσεις κατά αντιπάλων π.χ. από φιλικές δυνάμεις. Υιοθετούν εμμέσως πράξεις βίας από υποστηρικτές τους, αρνούμενοι να τις καταδικάσουν απερίφραστα και να δεχτούν ότι οι υπαίτιοι πρέπει να τιμωρηθούν. Και τέλος, εκθειάζουν ή αρνούνται να καταδικάσουν πράξεις πολιτικής βίας που έγιναν είτε κατά το παρελθόν είτε σε άλλες χώρες.
Τέταρτον, είναι έτοιμοι να περιορίσουν ελευθερίες. Υποστηρίζουν νομοθετικές πρωτοβουλίες ή πολιτικές αποφάσεις που επιβάλλουν περιορισμούς στην άσκηση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών, και ειδικότερα στο δικαίωμα της έκφρασης και της άσκησης κριτικής στην κυβέρνηση. Απειλούν με ποινικές ή άλλες διώξεις τα μη φιλικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθώς και τα αντίπαλα κόμματα ή οργανώσεις που ασκούν κριτική στα πεπραγμένα τους. Τέλος, εκθειάζουν τα κατασταλτικά μέτρα άλλων (παρελθουσών ή ξένων) κυβερνήσεων.
Τα κόμματα και οι πολιτικοί που ανταποκρίνονται σε περισσότερα από τα παραπάνω κριτήρια είναι δυνητικά επικίνδυνοι για την δημοκρατία. Δεν σέβονται τους θεσμούς ή τους χρησιμοποιούν για να διατηρηθούν στην εξουσία. Δεν σέβονται τους πολιτικούς τους αντιπάλους θεωρώντας τους ηθικά κατώτερους και αντιμετωπίζοντάς τους ως «αιώνιους εχθρούς».
Όσοι παρακολουθούν την πολιτική επικαιρότητα, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν εύκολα να αναγνωρίσουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά σε αρκετούς πολιτικούς, διαμορφωτές της κοινής γνώμης ή και πολιτικούς οργανισμούς. Αλλά και σε απλούς πολίτες που αναπαράγουν τις σχετικές συμπεριφορές, τις ιδέες και τα επιχειρήματα στο δημόσιο διάλογο.
Πότε άραγε θα αρχίσουμε να ξεπερνούμε τα προαιώνια χαρακτηριστικά του γένους μας και να συμφωνήσουμε ότι οι Έλληνες είμαστε πολύ λίγοι σε αυτόν τον κόσμο για να έχουμε τη πολυτέλεια να τσακωνόμαστε και μάλιστα μέχρι τελικής πτώσεως; Όταν μάλιστα τα δημογραφικά στοιχεία δείχνουν ότι ο ελληνικός πληθυσμός συρρικνώνεται με γοργούς ρυθμούς.
Μήπως, ο εορτασμός των 200 χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης, αντί για αφορμή αντιπαράθεσης, είναι μια μοναδική ευκαιρία για να συζητήσουμε «ήσυχα, ήσυχα κι απλά» ώστε να σχεδιάσουμε ένα καλύτερο μέλλον για τη χώρα μας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου